Αν και το μέγεθος της πόλης είναι μικρό, ο συμβολισμός της επιλογής είναι ευδιάκριτος. Τα δημόσια μέσα μεταφοράς είναι δωρεάν με σκοπό να μειωθεί η χρήση των ιδιωτικών, με θετικότατες συνέπειες για τη βιωσιμότητα της πόλης. Σε αντιδιαστολή, στη δική μας μεγάλη πόλη, οι επιλογές καθορίζονται με βάση την επιβεβαίωση της κυριαρχίας του αυτοκινήτου ( κατάργηση της πεζοδρόμησης του κάτω τμήματος της Αγίας Σοφίας, αντίθεση στη δημιουργία της Πλατείας Ελευθερίας με επιχείρημα τις θέσεις στάθμευσης που χάνονται) και στην απαξίωση των δημοσίων μέσων μεταφοράς, είτε με διαιώνιση του παρασιτικού μοντέλου μικρομέτοχων ιδιοκτητών του ΟΑΣΘ με κρατική χορηγία ( σας θυμίζω επίσης πώς χαρακτήριζε όσους δεν πληρώνουν εισιτήριο ο ¨άριστος¨ Υπουργός) , είτε με καθυστέρηση έως παύση των έργων του μετρό. Νυν υπερ ΙΧ ο αγών! Εν έτει 2019 αναπαράγονται και υλοποιούνται πολιτικές της δεκαετίας του ´60, που ευθύνονται για τα σημερινά αδιέξοδα του αστικού τοπίου. Εύγε.
Εκνευρισμένος, κλώτσησε τη φωτογραφία του υποψηφίου που του χαμογελούσε στην πόρτα. Άντε, να τελειώσουν οι εκλογές και να πάψουν οι γνωστοί και άγνωστοι να τον ενοχλούν για το μόνο που νοιάζει, την ψήφο του. Μα τι αναισθησία, τι θρασύτητα είναι αυτή. Κοίταξε το τηλέφωνό του και το μήνυμα που δίαβασε του θύμισε τι είχε ξεχάσει. Πληκτρολόγησε αμεσα το μήνυμά του.
´´Όλα είναι έτοιμα. Η μελέτη θα εγκριθεί. Του έσταξα αυτά που είχαμε συμφωνήσει. Απλά έχει εκλογές τώρα και καθυστερεί¨´
Να τελειώσουν οι εκλογές, έχουμε και δουλειές σκέφτηκε!
Ντον Σίρλεϊ δεν έμοιαζε με κανέναν από τους βιρτουόζους Αφροαμερικανούς τζαζ πιανίστες της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου (ο Όσκαρ Πίτερσον, ο Κάουντ Μπέισι και ο Μπαντ Πάουελ έρχονται αμέσως στον νου): έχοντας στέρεες σπουδές και μεγάλο ταλέντο από πολύ μικρός, επέμεινε στους κλασικούς και τους απέδιδε με γνώση και δεξιοτεχνία, αναπτύσσοντας ευδιάκριτο στιλ. Στην ταινία του Πίτερ Φαρέλι, των αδελφών Φαρέλι του Κάτι Τρέχει με τη Μαίρη και Ο Ηλίθιος και ο Πανηλίθιος, ένας Ιταλοαμερικανός, ο Τόνι Λιπ, τον συναντά στα ιδιαίτερα διαμερίσματά του, στον πρώτο όροφο του εμβληματικού Κάρνεγκι Χολ (εκεί διέμενε, υπότροφος και οικότροφος του συστήματος αξιοποίησης καλλιτεχνών που είχε προβλέψει στο κληροδότημά του ο φιλότεχνος μεγιστάνας), για να περάσει ακρόαση για τη θέση του οδηγού στην περιοδεία που ο Σίρλεϊ και η δισκογραφική του εταιρεία είχαν κανονίσει στον αμερικανικό Νότο. Ο Λιπ ήταν σκληρό καρύδι, ένας πρώιμος τσεκαδόρος, παιδί του δρόμου και εξπέρ στις δουλειές του ποδαριού για να ζήσει τη φαμίλια. Ο Σίρλεϊ χρειαζόταν έναν αποτελεσματικό συνοδό, γνωρίζοντας εκ των προτέρων πως η τουρνέ στις άκρως ρατσιστικές περιοχές δεν θα ήταν παιχνιδάκι, όσο κι αν οι πλούσιοι που τον καλούσαν καμώνονταν πως δεν είναι απάνθρωποι κάφροι, όπως οι εχθρικοί γείτονές τους. Σε αυτήν την ανάποδη εκδοχή του «Σοφέρ της κυρίας Ντέιζι» τον κύριο λόγο έχει η σχέση των δύο ανδρών, όπως εξελίσσεται από την τυπική, επαγγελματική συναναστροφή τους σε road trip κατανόησης και αμοιβαίας προσέγγισης, συμβολικής και ουσιαστικής. Σε αυτήν την ανάποδη εκδοχή του Σοφέρ της κυρίας Ντέιζι τον κύριο λόγο έχει η σχέση των δύο ανδρών, όπως εξελίσσεται από την τυπική, επαγγελματική συναναστροφή τους σε road trip κατανόησης και αμοιβαίας προσέγγισης, συμβολικής και ουσιαστικής. Στο σκηνοθετικό του ντεμπούτο, ο Φαρέλι σταματά σε όλα τα φανάρια, αναγνωρίζοντας τα σήματα του ρατσισμού της εποχής – τα δηλώνει εμφατικά, και φυσικά, μέσα από την αφήγηση, τα καταδικάζει. Εμπνευσμένη από αληθινά γεγονότα, που η οικογένεια του Τόνι Λιπ Βαλελόνγκα καλλιέργησε ως προειδοποιητικό μύθο (ο γιος του εμπλέκεται στην παραγωγή), ενώ οι λίγοι συγγενείς του Σίρλεϊ ενίστανται, υποστηρίζοντας πως ο πιανίστας ουδέποτε εξέλαβε τη σχέση των δύο ως φιλία, η ταινία είναι ένα καλοφταιγμένο ματς ανάμεσα σε δύο διαφορετικούς κόσμους, χρησιμοποιώντας τον φυλετικό διαχωρισμό ως φόντο. Μπορεί κάτι τέτοιο να είναι σχεδόν ανεπίτρεπτο για μια παραγωγή του 21ου αιώνα, έστω και αν πραγματεύεται μια ιστορία που εκτυλίχτηκε το 1962, αλλά το Πράσινο Βιβλίο (που ήταν ένα φυλλαδιάκι, εγχειρίδιο των μαύρων εκδρομέων στον Νότο του '60, αν επιθυμούσαν να αποφύγουν τις παγίδες και τις κακοτοπιές) διαθέτει εξαιρετικά συγκινητικές και δυνατές στιγμές. Εκτός από γλυκόπικρο, feelgood και «παρακολουθήσιμο», γίνεται σκληρό και εμπνευσμένο, χάρη στην αφοσίωση του Βίγκο Μόρτενσεν και του Μαχέρσαλα Άλι. Ο νικητής του Όσκαρ για το Moonlight παίζει έναν επηρμένο άρχοντα, θυμωμένο και στριμωγμένο, με καθηλωτική χρήση της γλώσσας και της στάσης του σώματος, που κάνει κάθε λέξη και βλέμμα να αντηχούν με νόημα. Μια από τις ερμηνείες της χρονιάς, πραγματικά αξέχαστος – χωρίς να επισκιάζει στο ελάχιστο τη δουλειά του Μόρτενσεν. Πηγή: www.lifo.gr
Το φορμάτ που χρησιμοποίησε στην Ίντα ο Πάβελ Παβλικόφσκι, το ασπρόμαυρο ένα επί ένα, φυλακίζει τους αθεράπευτα και αδιέξοδα ρομαντικούς εραστές στον Ψυχρό Πόλεμο, ένα ακόμα εξαιρετικό έργο, αισθητικά συγγενές με το προηγούμενο, αλλά δραματικά αυτόνομο, που προβλήθηκε σε παγκόσμια πρεμιέρα στις Κάννες και βάζει αυτόματα υποψηφιότητα για βραβείο. Τοποθετημένος στην «κατεχόμενη» από τους Σοβιετικούς μεταπολεμική Πολωνία, ο Ψυχρός Πόλεμος ξεκινά το 1949, όταν ο συνθέτης και πιανίστας Βίκτορ, μαζί με την κυνική συνεργάτιδά του, κάνει ακροάσεις σε νέους και νέες για να δημιουργήσουν έναν θίασο με παραδοσιακά τραγούδια και χορούς. Μέσα από αυτή την κρατική ανάθεση ο Βίκτορ ξεχωρίζει αμέσως τη Ζούλα, μια όμορφη τραγουδίστρια με καλή φωνή, φλογερό ταμπεραμέντο, κοφτερή γλώσσα και σκοτεινό παρελθόν. «Με μια μαχαιριά υπενθύμισα στον πατέρα μου ποια είναι η διαφορά ανάμεσα σ' εμένα και τη μητέρα μου, μην ανησυχείτε όμως, δεν τον σκότωσα» λέει, χωρίς να κομπιάζει, όταν ο Βίκτορ τη ρωτά για τις εκκρεμότητές της με τον νόμο. Το ειδύλλιο αργεί, αλλά η επιθυμία βράζει από την πρώτη ματιά. Όπως η αυτολογοκρισία πολλές φορές είναι χειρότερη (και πιο επώδυνη) από τη διατεταγμένη απαγόρευση κινήσεων, έτσι και το ζευγάρι βυθίζεται σε έναν φαύλο κύκλο προσωπικής ανελευθερίας, κρίνοντας αυτόματα μάταιο το μέλλον μακριά από τις ρίζες του Οι συνθήκες γίνονται δυσχερείς γιατί ο Βίκτορ εκμεταλλεύεται την επιτυχία της μουσικοχορευτικής ομάδας και αποφασίζει να αυτομολήσει στη Δύση αμέσως μετά από μια παράσταση στο Βερολίνο. Δεν έχει τίποτε άλλο να υποσχεθεί στη Ζούλα παρά την αγάπη του, μια διαβεβαίωση ισόβιας δέσμευσης που ωστόσο δεν την πείθει ‒ ή δεν καλύπτεται η γυναικεία προοπτική της αυτοσυντήρησης. Ο Βίκτορ εργάζεται στο Παρίσι, εξαργυρώνοντας τις κλασικές σπουδές του στην τζαζ, παίζοντας σε ένα κλαμπ και κάνοντας παρέα με τον χιπ μουσικό μικρόκοσμο της δεκαετίας του '50. Ώσπου η Ζούλα, που φάνηκε να τον πρόδωσε με την απροθυμία της να ακολουθήσει το όνειρο για μια καλύτερη ζωή, εμφανίζεται ξαφνικά και ανανεώνει έναν όρκο που δεν έδωσαν ποτέ ή δεν πρόλαβαν να σφραγίσουν. Δεν είναι καθόλου παράταιρος ο συγκεκριμένος τίτλος σε αυτή την καθαρόαιμη ιστορία αιώνιας αγάπης και συναισθηματικής ταλαιπωρίας. Οι πολλές γεωγραφικές μετατοπίσεις της ταινίας από την αγροτική Πολωνία στο αστικό Παρίσι (η μπουρζουάδικη νοοτροπία του οποίου ξενίζει και αποδιοργανώνει τη Ζούλα, ακόμα κι όταν της δίνεται η ευκαιρία να ηχογραφήσει την ντελικάτη φωνή της σε βινύλιο και να αποκτήσει την καριέρα που ποτέ δεν θα είχε στην πατρίδα της), στη Γιουγκοσλαβία και πίσω στη Γαλλία και στην Πολωνία δένονται ανεξίτηλα από μια καρδιά που κρατιέται ζωντανή, ακόμα κι αν οι περιστάσεις συνεχώς την απειλούν με οριστική ματαίωση. Ο Πολωνός σκηνοθέτης δεν σπέρνει πράκτορες και συνωμοσίες, κυνηγητά και κρυψώνες σε φυσική μορφή αναμενόμενου κατασκοπικού θρίλερ. Αντ' αυτού, διαβρώνει τους χαρακτήρες, ειδικά τη ραγισμένη Ζούλα (καταπληκτική η γήινα μοιραία Τζοάνα Κούλιγκ), με μια τεράστια εσωτερική απογοήτευση. Όπως η αυτολογοκρισία πολλές φορές είναι χειρότερη (και πιο επώδυνη) από τη διατεταγμένη απαγόρευση κινήσεων, έτσι και το ζευγάρι βυθίζεται σε έναν φαύλο κύκλο προσωπικής ανελευθερίας, κρίνοντας αυτόματα μάταιο το μέλλον μακριά από τις ρίζες του, τις οποίες ο Παβλικόφσκι στρατηγικά τοποθέτησε στην αρχή της ταινίας, με τη δημοτική μουσική να παραμορφώνεται από τη σταλινική προπαγάνδα και την κατηγοριοποίησή της σε ένα διεθνιστικό πανηγυράκι γραφειοκρατικών προδιαγραφών. Απροκάλυπτα μελαγχολικός, ελλειπτικά μονταρισμένος και αιθέριος στα 88 λεπτά της διάρκειάς του, ο μεταξένιος Ψυχρός Πόλεμος βγάζει συνεχώς στην επιφάνεια τον τραχύ πυρήνα του, μιλώντας για τα σύνορα του έρωτα σε μια νοσηρή ιστορική περίοδο. Πηγή: www.lifo.gr