" Οι κορυφές του Ολύμπου, χιονισμένες ακόμη, προσέφεραν μια μεγαλειώδη θέα στους ενοίκους του παλατιού. Σε όλους; Όχι!
Ένας απ’ αυτούς ήταν βουτηγμένος στις σκέψεις του, περίλυπος και καταπονημένος. Δεν μπορούσε να δεχτεί, εκείνος, ο θεός που έκανε δήλα και ορατά τα πάντα, αλλά και τα πάντα εώρα, πανδερκές έχων φαεσίμβροτον όμμα, ο Αγνόμαντις, Αληθής, Δαφναίος, Μαντικός, Μοιραγέτης, Λοξίας, Προόψιος, Τριποδιλάλος, Κουροτρόφος, Ολβιουργός, Τελειότατος, Φάνης, Χαροποιός δεν μπορούσε να δεχτεί την εγκατάλειψή του στη λήθη των χρόνων.
Κανείς δεν του προσέφερε θυσίες , κανείς δεν τον επικαλούνταν και τα μαντεία του είχαν από καιρό μετατραπεί σε σωρούς ερειπίων. Αναστέναξε για μια ακόμη φορά και κάλεσε την ηλεκτρονική του γραμματέα, νύμφη Κατερίνα.
Η συζήτηση ήταν θορυβώδης, ακούστηκαν σε όλο τον Όλυμπο. Η φράση που επαναλαμβάνονταν, σχεδόν υστερικά, ήταν... « Πρέπει να βρεις τρόπο. Πρέπει να με θυμηθούνε ξανά» Τα μουστάκι του Φοίβου ανεβοκατέβαινε από το θυμό και την οργή του.
Η νύμφη τρόμαξε. Ποτέ δεν τον είχε δει τόσο ταραγμένο. Αμέσως άρχισε να σκέπτεται…"
Προτείνω να το συνεχίσετε να δούμε τι μπορεί να γραφεί διαδικτυακά με τέτοια εμπνευσμένη αφετηρία!