20.2.09

Η έκθεση

Η απόφαση για αλλαγή τρόπου βαθμολόγησης της έκθεσης, με τη μείωση του ποσοστού της παραγωγής κειμένου από το 50% στο 40%, προκάλεσε την αντίδραση της Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων με μια ανακοίνωση στην οποία αναφέρεται, μεταξύ άλλων, πως με την απόφαση αυτή...
"δίνεται μεγαλύτερη βαρύτητα στις ασκήσεις, οι οποίες, κατά κανόνα, προϋποθέτουν και ενισχύουν την απομνημόνευση και τη μηχανιστική μάθηση και υποβαθμίζεται η σημασία της παραγωγής λόγου, η οποία είναι η μόνη που αναδεικνύει ουσιαστικά τη δημιουργική ικανότητα των μαθητών και ελέγχει την κρίση τους."
Φιλόλογος ων, χωρίς να έχω αποτελέσει μέλος του συνδέσμου αυτού, δεν μπορώ παρά να χαμογελάσω, τόσο με την επιστημονικά εμπεριστατωμένη αλλαγή που το Υπουργείο Χάριν παιδιάς αποφάσισε μετά από ώριμη σκέψη, όσο και με την άποψη του επιστημονικού μας οργάνου περί υποβάθμισης της κριτικής σκέψης που η παραγωγή κειμένου εξασφάλιζε.
Πραγματικά, τα εκατοντάδες εκθεσιολόγια, οι δεκάδες ειδικοί εκθεσιολόγοι που προσφέρουν με το αζημίωτο τις υπηρεσίες τους στους υποψηφίους μαθητές και τις οικογένειές τους (κυρίως), οι συνεχείς αναβαθμολογήσεις γραπτών στις εξετάσεις με μεγάλη διαφορά μεταξύ των δύο βαθμολογητών, πιστοποιούν τη σημασία της έκθεσης για την κριτική σκέψη στο σημερινό ελληνικό σχολείο.
Γνωρίζουν οι κύριοι που έβγαλαν την ανακοίνωση ποια κατάσταση επικρατεί στο Λύκειο; Γνωρίζουν οι έγκριτοι συνάδελφοι που την υπογράφουν πως το έλλειμμα κριτικής σκέψης δεν περιορίζεται στον τρόπο εξέτασης του μαθήματος της έκθεσης, αλλά αγγίζει όλο το φάσμα των μαθημάτων και των παιδαγωγικών διαδικασιών που υλοποιούνται στο σχολείο;
Αν το σχολείο ολόκληρο φυτοζωεί σε μια στείρα μηχανιστική διαδικασία εκμάθησης των απαιτούμενων για την επιτυχία στις εξετάσεις γνώσεων, η πρόχειρη, λαϊκίστικη, αυθαίρετη κουτοπόνηρη απόφαση αλλαγής του τρόπου βαθμολόγησς της έκθεσης είναι το πρόβλημα;

13.2.09

Η καθολική μέθοδος διδασκαλίας

Με αφορμή το διάλογο που ευαγγελίζεται για μια ακόμη φορά, ένας ακόμη Υπουργός, μιας ακόμη κυβέρνησης για ένα σχολείο που παραδόξως παραμένει αέναα σε μεταρρύθμιση., διάβασα ένα άρθρο που με έκανε να αναρωτηθώ: Μήπως τελικά "αυτό που χρειάζεται η παιδεία μπορεί να μην είναι μια νέα μεταρρύθμιση, αλλά άνθρωποι που θα παίζουν τον ρόλο του δασκάλου βοηθώντας τους μαθητές να καλλιεργούν και να αναπτύσσουν την επιθυμία για γνώση και την προσοχή τους, με σκοπό να μάθουν ό,τι τους ενδιαφέρει, δηλαδή, τα πάντα.";
Ο Γάλλος φιλόσοφος Ζακ Ρανσιέρ μας μιλάει στο βιβλίο του "Ο αδαής δάσκαλος" για τον Ζοζέφ Ζακοτό διανοούμενο του19ου, ο οποίος πρώτος κατέληξε στο συμπέρασμα πως "Ο καθένας μπορεί να είναι δάσκαλος ή μαθητής και με την εφαρμογή της καθολικής μεθόδου, ο δάσκαλος μπορεί να διδάξει ακόμα κι αυτά που αγνοεί." Έχοντας ως οδηγό τη δική του εμπειρία καταλήγει στο ακόλουθο συμπέρασμα: " ο μαθητής δεν χρειάζεται απαραίτητα έναν δάσκαλο–κάτοχο της γνώσης να τον καθοδηγεί και να του εξηγεί βήμα βήμα, μεθοδικά, αυτά που γνωρίζει." Αυτό σημαίνει πως η πορεία που οδηγςί στην κατάκτηση της πνευματικής χειραφέτησης είναι μια συνεχής διαδικασία που προϋποθετει την ύπαρξη της ισότητας και απευθύνεται στον κάθε μαθητή ξεχωριστά, χωρίς τη μαζικότητα που χαρακτηρίζει το κυρίαρχο εκπαιδευτικό σύστημα.
Το άρθρο που ακολουθεί με έβαλε σε σκέψεις. Χρειάζομαι πράγματι ως δάσκαλος, κάτοχος μιας έγκυρης γνώσης ή απλά θεσμοθετήθηκε μια ανάγκη που στην πραγματικότητα δεν υπάρχει. Για να αποτελεί το άλλοθι της εδραίωσης των ανισοτήτων μέσα από τη φενάκη των ίσων ευκαιριών, σε έναν κόσμο εξ' αρχής άδικο και άνισο.

«Δάσκαλος είναι αυτός που κρατάει
τον ερευνητή στο δρόμο του, σε ένα δρόμο που τον ερευνά συνεχώς μόνος του»

Επί δεκαετίες, τα εκπαιδευτικά ζητήματα και ο προβληματισμός για το νόημα και το περιεχόμενο της παιδείας παράγουν μερικά από τα πιο προκλητικά κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα. Τα ερωτήματα που αφορούν την παιδεία και την εκπαίδευση εξακολουθούν να παραμένουν ανοιχτά, προς συζήτηση και επίλυση· δυστυχώς, καμία απάντηση δεν έχει αποδειχθεί αρκετά ικανοποιητική. Ο σύγχρονος Γάλλος φιλόσοφος Ζακ Ρανσιέρ υποστηρίζει στο βιβλίο του «Ο αδαής δάσκαλος» ότι καμία μεταρρύθμιση, «κανένα κόμμα, καμία κυβέρνηση, κανένας στρατός, κανένα σχολείο και κανένας θεσμός» δεν πρόκειται να λύσει το εκπαιδευτικό πρόβλημα: Είναι αδύνατο, εξηγεί, να σταματήσει αυτός ο φαύλος κύκλος μεταξύ άγνοιας και επιστήμης, παιδαγωγικής πρακτικής και διδακτικής μεθόδου, αν όλες οι λύσεις προέρχονται μέσα από αυτόν τον ίδιο κύκλο.

Το βιβλίο ξεκινά με την παρουσίαση και την ανάλυση του έργου του Ζοζέφ Ζακοτό, ενός Γάλλου διανοούμενου που λόγω των πολιτικών του επιλογών και των γεγονότων της εποχής βρέθηκε, το 1818, εξόριστος στη Λουβέν. Σ’ αυτή την ολλανδική πόλη τού προσέφεραν τη θέση του καθηγητή γαλλικών και έτσι, ο Ζακοτό έπρεπε να διδάξει ανθρώπους που δεν ήξεραν καθόλου τη δική του γλώσσα και των οποίων τη γλώσσα αγνοούσε. Κάτω από αυτές τις συνθήκες αποφάσισε να κάνει ένα πείραμα και ζήτησε από τους μαθητές του, με τη βοήθεια ενός διερμηνέα, να προσπαθήσουν να διαβάσουν μια δίγλωσση έκδοση του Τηλέμαχου. Μετά από λίγο καιρό, οι μαθητές ήταν σε θέση, μέσω της παρατήρησης, της σύγκρισης, του συνδυασμού, της σκέψης, της πράξης, της μίμησης, της επανάληψης, της προσωπικής προσπάθειας, του σχολιασμού και του ελέγχου, όχι μόνο να μιλούν γαλλικά αλλά και να εκφράζουν γραπτώς τις απόψεις τους πάνω σε δύσκολα θεωρητικά θέματα. Ετσι, ο Ζακοτό, ο πρώτος αδαής δάσκαλος, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο μαθητής δεν χρειάζεται απαραίτητα έναν δάσκαλο–κάτοχο της γνώσης να τον καθοδηγεί και να του εξηγεί βήμα βήμα, μεθοδικά, αυτά που γνωρίζει. Ο Ζοζέφ Ζακοτό απέδειξε πως ακόμα κι ένας αγράμματος μπορεί, αν θέλει, να διδάξει γράμματα χρησιμοποιώντας τη μέθοδό του, η οποία ονομάστηκε καθολική μέθοδος.

Προϋπόθεση η ισότητα

Το ζητούμενο της καθολικής μεθόδου και η προϋπόθεσή της είναι η ισότητα, ενώ το αποτέλεσμά της είναι η πνευματική χειραφέτηση. Οι αρχές στις οποίες στηρίζεται είναι τρεις: Ολοι οι άνθρωποι είναι ίσοι, κάθε άνθρωπος μπορεί να διδάξει τον εαυτό του και τα πάντα υπάρχουν στα πάντα. Ο συνδυασμός της επιθυμίας για γνώση και της προσοχής είναι αυτό που ονομάζουμε νοημοσύνη και κατά συνέπεια δεν υπάρχει περισσότερη ή λιγότερη ευφυΐα, αλλά διαφορά στην ένταση της επιθυμίας για μάθηση: «Ο άνθρωπος είναι μια επιθυμία που υπηρετείται από μία νοημοσύνη», γράφει ο Ρανσιέρ.

Ο Ζακοτό απέδειξε πως όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι και πως έχουν τις ίδιες ικανότητες, αλλά δεν μπορεί κανείς να ισχυριστεί ή να αποδείξει με την ίδια ευκολία, ότι υπάρχει κάποια μορφή κοινωνικής οργάνωσης που θεμελιώθηκε στην ισότητα. Η ανισότητα, όπως ισχυρίζεται ο συγγραφέας, είναι ένα «αρχέγονο πάθος (…) είναι ο φόβος της ισότητας, η τεμπελιά μπροστά σε ένα αέναο έργο που εκείνη (η ισότητα) απαιτεί, ο φόβος μπροστά σε αυτό που το έλλογο ον οφείλει στον εαυτό του». Ετσι, στη βάση αυτού του κοινωνικού παραλογισμού της ανισότητας, που τόσο εύκολα έχουμε αποδεχτεί, ακμάζουν οι ιεραρχίες, οι κυρίαρχοι και οι υποτελείς, ευημερούν πολίτες άνισοι που ανταγωνίζονται, ανθούν πολιτικοί μύθοι βασισμένοι στην ανισότητα, όπως αυτός του κυρίαρχου λαού ή αυτός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων…

Λογικός παραλογισμός

Μόνο με τη βοήθεια της πνευματικής χειραφέτησης μπορούν οι άνθρωποι να μάθουν «να παραλογίζονται όσο το δυνατόν πιο λογικά». Αρα, η καθολική μέθοδος που οδηγεί στη χειραφέτηση αναφέρεται στο κάθε άτομο χωριστά, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί μαζικά ούτε μπορεί να εφαρμοστεί στην κοινωνία. «Η εκπαίδευση», γράφει ο Ρανσιέρ, «μοιάζει με την ελευθερία: Δεν χαρίζεται, κατακτάται». Ο καθένας μπορεί να είναι δάσκαλος ή μαθητής και με την εφαρμογή της καθολικής μεθόδου, ο δάσκαλος μπορεί να διδάξει ακόμα κι αυτά που αγνοεί. Μ’ αυτό τον τρόπο κατάφερε ο Ζοζέφ Ζακοτό να διδάξει ζωγραφική και μουσική ενώ κάθε εισήγησή του ξεκίναγε με τη φράση «δεν έχω τίποτα να σας διδάξω, γιατί δεν ξέρω τίποτα γι’ αυτό το θέμα».

Αυτό είναι το περίγραμμα αυτού του βιβλίου, ενώ μια προσεκτική ανάγνωση αναδεικνύει τον διπλό του χαρακτήρα. Απ’ τη μια, μπορεί να διαβαστεί ως η πρωτοποριακή και ανατρεπτική περιπέτεια του Ζακοτό που συντάραξε και τρόμαξε τους λόγιους συγχρόνους του, απ’ την άλλη, μπορεί να ιδωθεί ως μια σύγχρονη παρέμβαση και κριτική πρόταση στα προβλήματα της φιλοσοφίας και της πρακτικής τής εκπαίδευσης. «Ο αδαής δάσκαλος» είναι ένα βιβλίο που συνομιλεί με κλασικές και σύγχρονες θεωρίες τόσο για την εκπαίδευση όσο και για την πολιτική πράξη, είναι ένα ξεκάθαρα ριζοσπαστικό κείμενο με το οποίο θα συμπλεύσουν οι ονειροπόλοι, οι ρομαντικοί και οι οραματιστές. Τελικά, αυτό που χρειάζεται η παιδεία μπορεί να μην είναι μια νέα μεταρρύθμιση, αλλά άνθρωποι που θα παίζουν τον ρόλο του δασκάλου βοηθώντας τους μαθητές να καλλιεργούν και να αναπτύσσουν την επιθυμία για γνώση και την προσοχή τους, με σκοπό να μάθουν ό,τι τους ενδιαφέρει, δηλαδή, τα πάντα.

http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_2_11/01/2009_298499