Πιστοί στο ραντεβού βρισκόμαστε μπροστά στις αίθουσες του λιμανιού περιμένοντας να πάρουμε μια γεύση του 50ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου της πόλης μας. Θα περίμενε κανείς μια γιορτινή ατμόσφαιρα για τα πεντηκοστά γενέθλια του θεσμού, τίποτα όμως εκτός από κάποιες αλλαγές δεν το φανερώνει. Στην Αριστοτέλους έχει στηθεί μια μεγάλη οθόνη που παρουσιάζει σκηνές από τις ταινίες και τις συνεντεύξεις των ανθρώπων του κινηματογράφου που βρίσκονται εδώ, τα γυάλινα περίπτερα ενημέρωσης, η ηλεκτρονική πληροφόρηση για τα εισιτήρια, τα αντισηπτικά για τη νέα γρίπη, είναι ίσως τα μόνα που διαφοροποιούν τη φετινή χρονιά από τις άλλες. Γιατί ο κόσμος και ειδικά ο νεαρός κόσμο είναι το ίδιο πολυπληθής όπως και τις προηγούμενες χρονιές. Επιλέξαμε να παρκαολουθήσουμε μια ταινία ενός πρωτοεμφανιζόμενου αμερικανού σκηνοθέτη, τη St Nick, του David Lowery.
Στη μεγαλύτερη διάρκεια της προβολής είμασταν αποσβολωμένοι, κάποιοι δεν άντεξαν και έφυγαν, ενώ οι εξοικειωμένοι με τις ταινίες του Αγγελλόπουλου δεν είχαν πρόβλημα.
Σίγουρα είναι κάτι που δεν περιμένεις, δηλαδή μια ταινία χωρίς μύθο, χωρίς ιστορία. Το μύθο το δημιουργείς εσύ, καθώς η κάμερα παρακολουθεί από κοντά, με πλάνα ασφυκτικά δύο παιδιά, τα πράγματα που βρίσκονται γύρω τους, την απουσία των άλλων ανθρώπων, την υπαινικτική αποτύπωση της κοινωνικής και οικονομικής αποσάρθρωσης στην Αμερική, συγκεκριμένα στο Τέξας του Μπους και των μεγαλοπετρελαιάδων. Με επαγωγικό, εποικοδομητικό τροπο, με εσωτερκή εστίαση, καθώς οι πρωταγωνιστές ξέρουν περισσότερα από εμάς, η ταινία κάποιες φορές σε κάνει να θέλεις να φωνάξεις: "τι γίνεται βρε παιδιά, θα συμβεί κάτι;"
Όμως η δράση είναι εσωτερική, οι δυνάμεις πάλλονται κάτω από την επιφάνεια του φιλμ, ερωτήματα συνεχώς γεννιούνται: πού βρίσκονται τα παιδιά, γιατί είναι μόνα τους, γιατί έφυγαν, πού είναι οι άλλοι άνθρωποι; Ο παιδικός ψυχισμός δημιουργεί συνεχώς έναν άλλο κόσμο, που όμως όταν έρχεται σε επαφή με τον κανονικό προκαλεί συνέπειες που αλλάζουν προς το χειρότερο τη ζωή των ηρώων μας. Η ταινία οδηγείται στη λύση, την επιστροφή σε ένα σπίτι, στους άφωνους γονείς, στην αέναη φυγή των παιδών είτε την πραγματοποιούν όπως το μεγαλύτερο από τα δύο παιδιά, που ξαναφεύγει από το σπίτι, είτε τη σκέφτονται και την επιθυμούν, όπως οι μαθητές μας για παράδειγμα στο σχολείο ( άσχετο)
Ερωτήθηκε ο David Lowery γιατί έκανε την ταινία και απάντησε πως ήθελε να δείξει την παιδική ηλικία, τη φυγή από το σπίτι, να εξερευνήσει τα συναισθήματά τους, άλλωστε και ο ίδιος είχε φύγει για λίγο από το σπίτι του μικρός.
Τα παιδιά ηθοποιοί της ταινίας ήταν πράγματι παιδιά, αξιολάτρευτα στη συστολή και στην παιδική εκφορά του λόγου τους. Μια εξαιρετικά παρατηρητική θεατής σημειώνει πως ο νεαρός φεύγει αλλάζοντας τα ρούχα του και βάζοντας τα παλιά ( βρε που το είδε το θηρίο;) και ο σκηνοθέτης απαντά, ναι δε θέλει τίποτα απο την παλιά ζωή, ακόμη και τα σιδεράκια των δοντιών του που τα έβγαλε σε προηγούμενο πλάνο.
Ο γλυκός καιρός, τα φώτα που σχημάτιζαν τον αριθμό 50 στον τοίχο του κινηματογράφου Ολύμπιον, το ποδηλατό μου και επιστροφή δίπλα σε μια ήρεμη, λαμπυρίζουσα θάλασσα νερού, σκέψεων και αισθημάτων "Thats why cinema now" σκέφτηκα σε στρωτά ελληνικά!
Στη μεγαλύτερη διάρκεια της προβολής είμασταν αποσβολωμένοι, κάποιοι δεν άντεξαν και έφυγαν, ενώ οι εξοικειωμένοι με τις ταινίες του Αγγελλόπουλου δεν είχαν πρόβλημα.
Σίγουρα είναι κάτι που δεν περιμένεις, δηλαδή μια ταινία χωρίς μύθο, χωρίς ιστορία. Το μύθο το δημιουργείς εσύ, καθώς η κάμερα παρακολουθεί από κοντά, με πλάνα ασφυκτικά δύο παιδιά, τα πράγματα που βρίσκονται γύρω τους, την απουσία των άλλων ανθρώπων, την υπαινικτική αποτύπωση της κοινωνικής και οικονομικής αποσάρθρωσης στην Αμερική, συγκεκριμένα στο Τέξας του Μπους και των μεγαλοπετρελαιάδων. Με επαγωγικό, εποικοδομητικό τροπο, με εσωτερκή εστίαση, καθώς οι πρωταγωνιστές ξέρουν περισσότερα από εμάς, η ταινία κάποιες φορές σε κάνει να θέλεις να φωνάξεις: "τι γίνεται βρε παιδιά, θα συμβεί κάτι;"
Όμως η δράση είναι εσωτερική, οι δυνάμεις πάλλονται κάτω από την επιφάνεια του φιλμ, ερωτήματα συνεχώς γεννιούνται: πού βρίσκονται τα παιδιά, γιατί είναι μόνα τους, γιατί έφυγαν, πού είναι οι άλλοι άνθρωποι; Ο παιδικός ψυχισμός δημιουργεί συνεχώς έναν άλλο κόσμο, που όμως όταν έρχεται σε επαφή με τον κανονικό προκαλεί συνέπειες που αλλάζουν προς το χειρότερο τη ζωή των ηρώων μας. Η ταινία οδηγείται στη λύση, την επιστροφή σε ένα σπίτι, στους άφωνους γονείς, στην αέναη φυγή των παιδών είτε την πραγματοποιούν όπως το μεγαλύτερο από τα δύο παιδιά, που ξαναφεύγει από το σπίτι, είτε τη σκέφτονται και την επιθυμούν, όπως οι μαθητές μας για παράδειγμα στο σχολείο ( άσχετο)
Ερωτήθηκε ο David Lowery γιατί έκανε την ταινία και απάντησε πως ήθελε να δείξει την παιδική ηλικία, τη φυγή από το σπίτι, να εξερευνήσει τα συναισθήματά τους, άλλωστε και ο ίδιος είχε φύγει για λίγο από το σπίτι του μικρός.
Τα παιδιά ηθοποιοί της ταινίας ήταν πράγματι παιδιά, αξιολάτρευτα στη συστολή και στην παιδική εκφορά του λόγου τους. Μια εξαιρετικά παρατηρητική θεατής σημειώνει πως ο νεαρός φεύγει αλλάζοντας τα ρούχα του και βάζοντας τα παλιά ( βρε που το είδε το θηρίο;) και ο σκηνοθέτης απαντά, ναι δε θέλει τίποτα απο την παλιά ζωή, ακόμη και τα σιδεράκια των δοντιών του που τα έβγαλε σε προηγούμενο πλάνο.
Ο γλυκός καιρός, τα φώτα που σχημάτιζαν τον αριθμό 50 στον τοίχο του κινηματογράφου Ολύμπιον, το ποδηλατό μου και επιστροφή δίπλα σε μια ήρεμη, λαμπυρίζουσα θάλασσα νερού, σκέψεων και αισθημάτων "Thats why cinema now" σκέφτηκα σε στρωτά ελληνικά!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου